νιτρέλαιον

νιτρέλαιον
νιτρ-έλαιον, τό,
A emulsion of soda and oil, Zos.Alch.p.147B., Olymp.Alch.p.91 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νιτρέλαιον — νιτρέλαιον, τὸ (Α) γαλάκτωμα νίτρου και ελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • νιτρελαίω — νιτρέλαιον emulsion of soda and oil neut nom/voc/acc dual νιτρέλαιον emulsion of soda and oil neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρελαίου — νιτρέλαιον emulsion of soda and oil neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρελαίῳ — νιτρέλαιον emulsion of soda and oil neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”